- παρενδύομαι
- παρεν-δύομαι, [voice] Pass. with [tense] aor. 2 [voice] Act.,A slip in, PCair.Zen.534.50(iii B.C.), Plu.2.479a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενδύομαι — Α εισδύω, εισέρχομαι πλαγίως, γλιστρώ κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνδύομαι «φορώ τα ενδύματα μου, εισέρχομαι κάπου»] … Dictionary of Greek
παρένδυσις — ύσεως, ἡ, Α [παρενδύομαι] λαθραία εισβολή, κρυφή εισχώρηση … Dictionary of Greek